- απορροφητήρας
- οκατάλληλη διάταξη (ανεμιστήρας) που απορροφά αέρια ή λεπτόκοκκα υλικά δημιουργώντας κατάλληλο κενό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απορροφητήρας — ο συσκευή για την απορρόφηση υδρατμών, οσμών, σκόνης κτλ.: Ο απορροφητήρας της κουζίνας μας δεν τραβά καλά τις μυρουδιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… … Dictionary of Greek